φρουραρχείο(ν)

φρουραρχείο(ν)
το комендатура;

υπηρεσία στο φρουραρχείο(ν) — гарнизонная служба


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φρουραρχείο(ν)" в других словарях:

  • φρουραρχείο — το, Ν 1. στρατιωτική αρχή η οποία έχει ως έργο της τη διεύθυνση τής εξωτερικής υπηρεσίας τών σταθμευόντων σε μια πόλη στρατευμάτων και την τήρηση τής τάξης και πειθαρχίας τού προσωπικού κατά τον εκτός υπηρεσίας χρόνο τους 2. κτήριο όπου… …   Dictionary of Greek

  • φρουραρχείο — το δημόσιο κτίριο, όπου στεγάζονται τα γραφεία του φρουράρχου και της υπηρεσίας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»